- χαλκάνθη
- η медный купорос
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαλκάνθη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκάνθῃ — χαλκάνθη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκάνθη — η, ΝΑ νεοελλ. (ορυκτ.) ο χαλκανθίτης αρχ. το χάλκανθον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού χάλκανθον, κατά τα θηλ.) … Dictionary of Greek
χαλκάνθην — χαλκάνθη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκάνθης — χαλκάνθη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλακάνθι — και καλαγκάθι, το (AM καλακάνθη, η) το φυτό χαλκάνθη. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. χαλκάνθη] … Dictionary of Greek
colcótar — (Del ár. qulqutar, vitriolo amarillo.) ► sustantivo masculino QUÍMICA Polvo rojo de óxido de hierro, obtenido por calcinación del sulfato férrico. SINÓNIMO [rojo de Inglaterra] * * * colcótar (del ár. and. «qulquṭár», del siriaco «kalqaṭārin», y… … Enciclopedia Universal
χαλκανθίτης — ο, Ν (ορυκτ.) πολύ διαδεδομένο ένυδρο θειικό ορυκτό τού χαλκού που απαντά στη φύση, στη ζώνη οξείδωσης τών χαλκούχων κοιτασμάτων, αλλ. χαλκάνθη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chalcanthite < γερμ. Chalcanthit < χάλκανθον (μέσω τού λατ … Dictionary of Greek
colcótar — (Del ár. hisp. qulquṭár, este del ár. qulquṭār, este del siriaco kalqaṭārin, y este del gr. χαλκάνθη, caparrosa). m. Quím. Color rojo que se emplea en pintura, formado por el peróxido de hierro pulverizado … Diccionario de la lengua española